- λαμπιόνι
- τομικρός λαμπτήρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lampione].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαμπιόνι — το ιού (λ. ιταλ.), μικρή ηλεκτρική λυχνία, ηλεκτρική λάμπα: Οι δρόμοι της πόλης είναι γεμάτοι λαμπιόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)